Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ανασύρω την άγκυρα

  • 1 сниматься

    1. (отделяться, открепляться, соскакивать) βγαίνω, αποσπώ
    - с учета διαγράφομαι, ξεγράφομαι
    2. (освобождаясь от чего-л. задерживающего, приобретать возможность двигаться) αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι
    απαγκιστρώνομαι
    - с якоря мор. αποπλέω, απαίρω
    3. (покидать какое-л. место, отправляясь в путь) αφήνω, εγκαταλείπω 4. (принимать участие в киносъёмке) παίζω/βγαίνω (στην ταινία) 5. (фотографироваться) φωτογραφίζομαι, βγαίνω σε φωτογραφία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сниматься

См. также в других словарях:

  • σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • βιράρω — (λ. ιταλ.), στρέφω τον αργάτη ή το βαρούλκο, για να ανασύρω άγκυρα ή βάρος, τραβώ, σέρνω: Βιράρω την άγκυρα για να ξεκινήσει το πλοίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγρεύω — (Α ἀγρεύω) νεοελλ. φρ. «αγρεύω την άγκυρα», τήν ανασύρω με τον γρίπο από τον βυθό τής θάλασσας, όπου έπεσε αφού αποσπάστηκε από την αλυσίδα τού πλοίου αρχ. 1. συλλαμβάνω σε κυνήγι ή ψάρεμα, πιάνω 2. επιζητώ, επιδιώκω 3. φρ. «ἀγρεύω τινὰ λόγῳ»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»